ορνιθίνη

ορνιθίνη
η
(βιοχ.) αμινοξύ που είναι ενδιάμεσο παράγωγο κατά τη σύνθεση τής αργινίνης και πολλών αλκαλοειδών, χωρίς να αποτελεί συστατικό τών πρωτεϊνών, αλλά απαντά επίσης στα κυτταρικά τοιχώματα ορισμένων βακτηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. οrnithine (< όρνις-, -ιθος + κατάλ. -ine τής χημικής ορολογίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… …   Dictionary of Greek

  • Κόσελ, Άλμπρεχτ — (Albrecht Kossel, Ροστόκ 1853 – Χαϊδελβέργη 1927). Γερμανός φυσιολόγος και χημικός. Έλαβε το πτυχίο της ιατρικής το 1878. Διετέλεσε καθηγητής της φυσιολογίας στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Χαϊδελβέργης. Αργότερα έγινε έκτακτος (1887) και… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμπς, Χανς Άντολφ — (Sir Hans Adolph Krebs, Χίλντεσαϊμ 1900 – Οξφόρδη 1981). Άγγλος βιοχημικός, γερμανικής καταγωγής. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία, αλλά το 1932 αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αγγλία, όπου το 1939 απέκτησε την αγγλική υπηκοότητα. Δίδαξε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”